- προελπίζω
- ΜΑελπίζω εκ τών προτέρων, έχω εκ τών προτέρων ελπίδες για κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προελπισθῆναι — προελπίζω hope for before aor inf pass προελπισθῆναι , προελπίζω hope for before aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προελπίζειν — προελπίζω hope for before pres inf act (attic epic) προελπίζειν , προελπίζω hope for before pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προελπίσαντας — προελπίζω hope for before aor part act masc acc pl προελπίσαντας , προελπίζω hope for before aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προελπίσαντες — προελπίζω hope for before aor part act masc nom/voc pl προελπίσαντες , προελπίζω hope for before aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προελπίσαντι — προελπίζω hope for before aor part act masc/neut dat sg προελπίσαντι , προελπίζω hope for before aor part act masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προηλπικότας — προελπίζω hope for before perf part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προηλπικότες — προελπίζω hope for before perf part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προηλπικώς — προελπίζω hope for before perf part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προηλπίσαμεν — προελπίζω hope for before aor ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)